κονιορτοποιώ

κονιορτοποιώ
κονιορτοποιώ, κονιορτοποίησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατατρίβω — (Α κατατρίβω) (επιτ. τ. τού τρίβω) 1. τρίβω κάτι εντελώς, αφανίζω με τη συχνή τριβή, φθείρω, καταστρέφω, κονιορτοποιώ 2. (για πρόσ.) κουράζω κάποιον πάρα πολύ, καταπονώ, προξενώ κόπωση, εξαντλώ 3. μέσ. κατατρίβομαι δαπανώ ή φθείρω τις δυνάμεις… …   Dictionary of Greek

  • σκορπίζω — ΝΑ, και σκροπίζω Ν 1. διαλύω ένα σύνολο στα μέρη που τό συγκροτούν και τά πετώ εδώ και εκεί, σκορπώ, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «να μάσω τα μπουλούκια μου που τά χω σκορπισμένα», δημ. τραγούδι β. «τοὺς δ ὄρνεις ἐπιστάντας τὰ μὲν ἐσθίειν τὰ δὲ… …   Dictionary of Greek

  • ψιλοκόβω — Ν 1. κόβω σε μικρά κομμάτια («ψιλοκόβω κρεμμύδι») 2. λειοτριβώ, κονιορτοποιώ («ψιλοκόβω τον καφέ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + κόβω] …   Dictionary of Greek

  • ψώχω — και σώχω Α κατατρίβω, κονιορτοποιώ («καὶ ἔτιλλον οἱ μαθηταὶ αὐτοῡ τοὺς στάχυας καὶ ἤσθιον ψώχοντες ταῑς χερσί», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. ψη τού ψήω* / ψῆν «τρίβω», με ενεστ. επίθημα χω, δηλωτικό τού τέλους της πράξης (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”